- κορασίς
- κορασίς, -ίδος, ἡ (Μ)βλ. κορασίδα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κορασίς — woman fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορασίδα — Οικισμός (41 κάτ.) του νομού Ευβοίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αυλώνος. * * * η (Μ κορασίδα και κορασίς, ίδος) 1. νεαρή γυναίκα, κοράσι 2. ακόλουθος, θεραπαινίδα νεοελλ. είδος αχλαδιού με κοκκινωπή φλούδα μσν. κόρη, θυγατέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
κορασίδιον — κορασίδιον, τὸ (Α) μικρή κόρη, κοπελίτσα, κοριτσάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κορασίς, ίδ ος + υποκορ. κατάλ. ιον (πρβλ. ομμάτ ιον, πόδ ιον)] … Dictionary of Greek
κορασιδάτα — κορασιδάτα, τὰ (Μ) 1. παρθενικός υμένας, παρθενιά 2. σημάδια, ενδείξεις παρθενίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κορασίς, ίδ ος + κατάλ. ατα (πρβλ. μαντ άτα, πρεπ άτα)] … Dictionary of Greek
κορασιδοπούλα — η (Μ κορασιδοπούλα) κοριτσάκι, κοπελίτσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κορασίς, ίδ ος + πούλα, θηλ. τού πουλος (< λατ. pullus), πρβλ. αρχοντο πούλα, βασιλο πούλα] … Dictionary of Greek